Η λεύκη είναι μία πάθηση του δέρματος που προκαλείται από την απώλεια του φυσιολογικού χρώματος της επιδερμίδας.
Το χρώμα του δέρματός μας οφείλεται κατά κύριο λόγω στην ύπαρξη μίας χρωστικής που ονομάζεται μελανίνη και παράγεται από ειδικά κύτταρα του δέρματος που λέγονται μελανοκύτταρα. Στη συνέχεια η μελανίνη διοχετεύεται στα κύτταρα της επιδερμίδας, και τα προστατεύει από την υπεριώδη ακτινοβολία.
Στη λεύκη παρατηρείται αποχρωματισμός περιοχών του δέρματος, λόγω της απώλειας των μελανοκυττάρων του δέρματος. Για άγνωστους προς το παρόν λόγους, τα μελανοκύτταρα στις περιοχές του δέρματος με λεύκη πεθαίνουν ή καταστρέφονται από το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού (αυτοάνοσο νόσημα). Επιβαρυντικοί παράγοντες για την εμφάνιση λεύκης θεωρούνται η κληρονομικότητα, το στρες και άλλοι εξωγενείς παράγοντες όπως επαφή με φαινόλες.
Η λεύκη προσβάλλει και τα δυο φύλα, όλες τις ηλικίες, ανεξαρτήτως απόχρωσης του δέρματος / φυλής. Είναι όμως πιο ευδιάκριτη σε άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα.
Η λεύκη δεν είναι μεταδοτική.
Πέραν του αποχρωματισμού του δέρματος, δεν προκαλεί άλλα συμπτώματα.
Ωστόσο η ψυχολογική επιβάρυνση σε περιπτώσεις όπου οι βλάβες είναι εμφανείς είναι μεγάλη.
Επίσης, τα άτομα που εμφανίζουν λεύκη έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν και άλλα αυτοάνοσα νοσήματα όπως θυρεοειδίτιδα, αρθρίτιδα, ψωρίαση, γυροειδή αλωπκία και άλλα.
Η έκταση του προσβολής στη λεύκη ποικίλει από άτομα σε άτομο και μπορεί να κυμαίνεται από λίγες αχρωμικές κηλίδες έως γενικευμένη προσβολή του δέρματος.
Δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψει κανείς πώς θα εξελιχθεί το νόσημα και τι έκταση θα λάβει τελικά.
Κλινικά διακρίνουμε τους εξής τύπους:
1. ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΛΕΥΚΗ
Είναι η συχνότερη μορφή. Συνήθως αρχικά οι βλάβες εμφανίζονται στα χέρια, στο πρόσωπο – γύρω από το στόμα και τα μάτια- και στα πόδια, με γρήγορη απώλεια του χρώματος. Προσβάλλονται και τα δυο ημιμόρια (δεξιό και αριστερό) του σώματος. Σταδιακά εμφανίζονται νέες βλάβες, οι οποίες μπορεί να παραμείνουν σταθερές για μεγάλα χρονικά διαστήματα ή να εξελιχθούν σχετικά γρήγορα σε γενικευμένο αποχρωματισμό της επιδερμίδας.
2. ΤΜΗΜΑΤΙΚΗ ΛΕΥΚΗ
Η μορφή αυτή συνήθως εμφανίζεται στην παιδική ηλικία, με μία περιοχή του δέρματος που παρουσιάζει αποχρωματισμό. Εξελίσσεται για ένα με δύο χρόνια και μετά παραμένει σταθερή. Εντοπίζεται πάντα μονόπλευρα, σε ένα τμήμα του δέρματος – πχ στο ένα άκρο, ή στο ένα ήμιση του θώρακα, κλπ. Δεν εξελίσσεται ποτέ σε γενικευμένη λεύκη.
3. ΤΡΙΧΡΩΜΗ ΛΕΥΚΗ
Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση τριών αποχρώσεων στις προσβεβλημένες περιοχές: λευκό, ανοικτό καφέ και σκούρο καφέ.
Η λεύκη είναι γενικώς δύσκολη στην αντιμετώπισή της και προς το παρόν δεν έχει βρεθεί κάποια θεραπευτική προσέγγιση που να προσφέρει πλήρη ίαση.
Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία της λεύκης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
1. ΑΝΤΗΛΙΑΚΑ
Γενικώς θα πρέπει να αποφεύγεται η έκθεση στον ήλιο, τόσο για να μειωθεί η χρωματική διαφορά μεταξύ φυσιολογικού μαυρισμένου δέρματος και των περιοχών με λεύκη, όσο και για να μην προκληθούν εγκαύματα στις αχρωμικές περιοχές.
2. ΤΟΠΙΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Σε περίπτωση που οι βλάβες είναι περιορισμένες σε έκταση χρησιμοποιούνται τοπικά σκευάσματα (κρέμες ή αλοιφές) που δρουν στο σημείο εφαρμογής τους και αναχαιτίζουν την ανοσολογική αντίδραση που ευθύνεται για τη δημιουργία τους. Η τοπική θεραπεία δεν προλαμβάνει την εμφάνιση νέων περιοχών αποχρωματισμού. Επιπλέον οι επιμέρους βλάβες μπορούν να καλύπτονται με ειδικά χρωστικά προϊόντα ώστε να μειώνεται η δυσχρωμία.
3. ΦΩΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Στις περιπτώσεις με πιο εκτεταμένη προσβολή η προτιμότερη μέθοδοςθεραπείας είναι η φωτοθεραπεία, η οποία πραγματοποιείται σε εξειδικευμένα δερματολογικά κέντρα με τη χρήση ειδικών συσκευών υπεριώδους ακτινοβολίας. Συχνότερα χρησιμοποιείται η στενού φάσματος UVB (NB-UVB) ακτινοβολία, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί τόσο σε παιδιά, όσο και σε ενήλικες, ακόμη σε περίοδο εγκυμοσύνης. Μία πηγή NB-UVB ακτινοβολίας για τοπική χρήση είναι τα Excimer lasers. Οι θεραπείες με τα συγκεκριμένα λέιζερ δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικότερες των τοπικών σκευασμάτων ή της κλασικής φωτοθεραπείας και είναι πολύ ακριβές και χρονοβόρες.
4. ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΣ
Όταν η λεύκη προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό και παραμένουν μόνο λιγοστές νησίδες δέρματος που διατηρούν το φυσιολογικό τους χρώμα, μπορεί να εφαρμοστεί η μέθοδος του μόνιμου αποχρωματισμού των νησίδων αυτών, ώστε το δέρμα να αποκτήσει ενιαίο λευκό χρώμα. Χρησιμοποιείται ένα ειδικό μίγμα το οποίο συνταγογραφείτε από το δερματολόγο και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις οδηγίες, υπό τακτική παρακολούθηση, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι τον πλήρη αποχρωματισμό. Το αποτέλεσμα είναι μόνιμο.
Η τμηματική λεύκη είναι συνήθως ανθεκτική στις κλασικές θεραπείες. Για τις περιπτώσεις αυτές έχουν αναπτυχτεί ειδικές χειρουργικές μέθοδοι μεταμόσχευσης αυτόλογων μελανοκυττάρων από άλλες περιοχές του δέρματος στην προσβεβλημένη περιοχή. Οι επεμβάσεις αυτές είναι περίπλοκες, απαιτούν μεγάλη εξειδίκευση και κατάλληλες υποδομές και για τα λόγο αυτό πραγματοποιούνται μόνο σε ειδικά κέντρα.
Οι ερευνητικές προσπάθειες για την εξεύρεση πιο αποτελεσματικών θεραπειών για μία τόσο συχνή δερματοπάθεια συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς και επικεντρώνονται στο ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος στην καταστροφή των μελανοκυττάρων. Ο/η δερματολόγος σας είναι ο μόνος αρμόδιος να σας ενημερώσει για τις διαθέσιμες επιστημονικά τεκμηριωμένες θεραπευτικές επιλογές και για τις νέες εξελίξεις που αφορούν στη συγκεκριμένη πάθηση.